- πεταλωτήριο
- το, Νεργαστήριο ή χώρος όπου πεταλώνουν τα άλογα και άλλα ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω + επίθημα -τήριο (πρβλ. αναμορφω-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πεταλωτήριον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.