πεταλωτήριο

πεταλωτήριο
το, Ν
εργαστήριο ή χώρος όπου πεταλώνουν τα άλογα και άλλα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω + επίθημα -τήριο (πρβλ. αναμορφω-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πεταλωτήριον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλικείον — καλικεῑον και καλλικεῑον, τὸ (Μ) πεταλωτήριο, κατάστημα όπου πετάλωναν τα υποζύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλίκι + κατάλ. εῖον (πρβλ. βυρσοδεψ είον, ιατρ είον)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Τεγέας — Το Λαογραφικό Μουσείο Τεγέας λειτουργεί από το 1996 στο δεύτερο όροφο ενός εντυπωσιακού πέτρινου κτιρίου, που βρίσκεται κοντά στον αρχαίο ναό στης Αλέας Αθηνάς και του βυζαντινού ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ανήκει στον Τεγεατικό Σύνδεσμο, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”